Η σύνδεση της επιχειρηματικότητας με την έρευνα και την
καινοτομία αποτελεί το ζητούμενο κάθε ανεπτυγμένης ή αναπτυσσόμενης
οικονομίας. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτό εκφράστηκε με τη
Στρατηγική της Λισσαβόνας, που αρχικά είχε ως στόχο να κάνει την
Ευρώπη την πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου. Έτσι, το 7ο
Ευρωπαϊκό Πλαίσιο για την Έρευνα και το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο
αναφοράς (ΕΣΠΑ) περιέχουν πλήθος προγραμμάτων για την επίτευξη της
πολυπόθητης σύνδεσης της πραγματικής οικονομίας με καινοτόμα
ερευνητικά πορίσματα.

Αν και ο σχεδιασμός των προγραμμάτων για την έρευνα και τη
μεταβίβαση των αποτελεσμάτων της στις επιχειρήσεις δεν έχει αποδώσει
τα αναμενόμενα, είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η προσπάθεια, καθώς η
δημιουργία νέων προϊόντων και η αξιοποίηση καινοτομιών στην
παραγωγική διαδικασία φαίνεται να είναι ο μόνος δρόμος, για να
ανακάμψουν οι εγχώριες επιχειρήσεις από το έλλειμμα
ανταγωνιστικότητας, στο οποίο έχουν περιέλθει.

Οργάνωση της έρευνας
Εύλογα μπορεί ο καθένας να αναρωτηθεί για το ρόλο που μπορεί να
διαδραματίσει η χώρα μας στον παγκόσμιο ερευνητικό χάρτη, και μάλιστα
σε μια ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική συγκυρία. Τα διαθέσιμα κονδύλια,
τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε ποσοστά, είναι περιορισμένα σε
σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πρώτα, όμως, θα έλεγα ότι μας λείπει
η αυτογνωσία. Η κατανόηση του ρόλου που μπορούμε να έχουμε. Για το
λόγο αυτό, οφείλουμε αρχικά να προσδιορίσουμε τα πεδία ερευνητικού
ενδιαφέροντος, στα οποία αξίζει να επενδύσουμε τους λιγοστούς μας
πόρους.

Ο ελληνικός ερευνητικός χώρος είναι κατακερματισμένος. Αυτή η
διασπορά των ερευνητικών δραστηριοτήτων δεν ευνοεί ούτε τη
δημιουργία οικονομιών κλίμακας ούτε τις συνεργασίες μεταξύ των
ερευνητικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Μια νέα οργανωτική δομή
οφείλει να δημιουργήσει ένα δίκτυο εργαστηρίων, ώστε αυτά να μπορούν
να δρουν συμπληρωματικά, δίχως θεματικές επικαλύψεις. Ταυτόχρονα,
είναι κομβική η ίδρυση επιχειρήσεων ή γραφείων διασύνδεσης για τη
μεταβίβαση των αποτελεσμάτων της έρευνας στην παραγωγική
διαδικασία. Η προώθηση των συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων,
ερευνητικών δομών και διεθνών ιδρυμάτων αναμένεται να έχει πολλαπλά
οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

Παράλληλα, ο σχεδιασμός ενός δεκαετούς προγράμματος για την
έρευνα μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στο κατακερματισμένο και
συγκρουσιακό τοπίο που έχει προκύψει από τις απανωτές αλλαγές του
θεσμικού πλαισίου για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Το Εθνικό
Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας που ενεργοποιήθηκε πρόσφατα, μετά
από χρόνια απραξίας, μπορεί να καθορίσει τις στρατηγικές κατευθύνσεις.

Αξιοποίηση και προσέλκυση νέων επιστημόνων
Αξίζει να σημειωθεί, πως παρά τους περιορισμένους πόρους, η
Ελλάδα έχει να επιδείξει σημαντικές ερευνητικές επιτυχίες. Αυτό
δυστυχώς δεν οφείλεται σε κάποια εθνική στρατηγική, αλλά στην
αξιοσημείωτη δραστηριότητα ορισμένων Ελλήνων ερευνητών. Δεν πρέπει
να ξεχνάμε ότι στο εξωτερικό ζει και εργάζεται αξιόλογος αριθμός
Ελλήνων επιστημόνων. Οι σποραδικές δράσεις προσέλκυσής τους δεν
έχουν αποδώσει καρπούς, διότι η ελληνική ερευνητική και ακαδημαϊκή
πραγματικότητα είναι γεμάτη αντικίνητρα. Έτσι, όχι μόνο δεν
προσελκύουμε Έλληνες ή ξένους ερευνητές από το εξωτερικό, αλλά
διώχνουμε και τα καλύτερα «μυαλά» μας. Ωστόσο η ελπίδα δεν έχει χαθεί.
Η αναδιοργάνωση της έρευνας σε νέα βάση μπορεί να πείσει νέους
επιστήμονες να έλθουν στη Χώρα μας και, ταυτόχρονα, να ανακόψει τη
φυγή των Ελλήνων επιστημόνων προς το εξωτερικό.

Σύνδεση με την παραγωγή

Στη νέα εθνική στρατηγική για την έρευνα θεωρώ πως τα πεδία που
αξίζουν περισσότερο την προσοχή μας είναι η αγροτική παραγωγή, η
τεχνολογία υλικών και η πληροφορική. Η στροφή στην πρωτογενή
παραγωγή είναι αναγκαίο να γίνει βασική επιδίωξή μας, καθώς η
αγροτική οικονομία αναμένεται να χάσει σημαντικό μέρος των πόρων που
λαμβάνει χάρη στην Κοινή Αγροτική Πολιτική.

Πολλοί ειδικοί, από διάφορα επιστημονικά πεδία, διστάζουν να
στραφούν στην αγροτική έρευνα. Κι όμως, μια απλή ματιά στη διεθνή
αρθογραφία είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς ότι σε αυτό το χώρο
συντελείται μια πραγματική επανάσταση. Η παρακολούθηση της
αγροτικής παραγωγής από δορυφόρο, μηχανές ρομπότ και νέα αγροτικά
προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας είναι λίγες από τις κατευθύνσεις της
παγκόσμιας ερευνητικής κοινότητας. Ο στόχος πρέπει να είναι διττός: α)
η καλλιέργεια νέων αγροτικών προϊόντων με ζήτηση στην παγκόσμια
αγορά, και β) η αύξηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων μας με
την κατασκευή κάθετων μεταποιητικών μονάδων κοντά στην παραγωγή.

Η Καρδίτσα έχει σημαντικές ερευνητικές υποδομές και διαθέτει
αξιόλογους επιστήμονες, οι οποίοι θα έχουν πρωτεύοντα λόγο στον
μετασχηματισμό του αγροτικού της τομέα. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω
το ινστιτούτο του Κέντρου Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης
Θεσσαλίας (Κ.Ε.ΤΕ.Α.Θ.), την Κτηνιατρική Σχολή Καρδίτσας, τα τμήματα
του ΤΕΙ Λάρισας, το Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης Ζώων και το Κέντρο
Ποιοτικού Ελέγχου, Τυποποίησης και Ταξινόμησης Βάμβακος.

Συμπέρασμα
Μπορεί, λοιπόν, μια χώρα που μαστίζεται από την οικονομική κρίση
να έχει σημαντική ερευνητική παρουσία; Η δική μου απάντηση είναι
καταφατική. Σίγουρα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα θα
υποστούν επίπονες αλλαγές, αλλά το αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσής
τους μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στην παραγωγή ερευνητικού
έργου. Η διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή πρέπει να είναι ο
βασικός στόχος της νέας ερευνητικής πολιτικής. Η δημιουργία και
παραγωγή καινοτόμων προϊόντων μεγάλης προστιθέμενης αξίας για την
παγκόσμια αγορά θα έχει αναμφίβολα θετικό αντίκτυπο στην εθνική
οικονομία.

ΠΗΓΕΣ

 Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στις 27 Νοεμβρίου 2001 στην εφημερίδα «Νέος Αγών» της Καρδίτσας.

Pin It on Pinterest