Εδώ και μια εξαετία περίπου οι εμπλεκόμενοι σε όλα τα τμήματα της
διατροφικής αλυσίδας (παραγωγοί, μεταποιητές, έμποροι και καταναλωτές)
καλούνται να δημιουργήσουν, να εφαρμόσουν και τελικά να αναγνωρίσουν
ένα σύστημα παρακολούθησης των προϊόντων. Αν και οι διαδικασίες που
προβλέπονται είναι υποχρεωτικές, λίγοι εμφανίζονται να γνωρίζουν τα
οφέλη που μπορεί να αποκομίσουν, τόσο η ελληνική γεωργία, όσο και οι
καταναλωτές, από την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος με τον τεχνικό
όρο «ιχνηλασιμότητα».

Ας παραδειγματιστούμε από τα απανωτά διατροφικά σκάνδαλα με
διοξίνες, αλλά και τα τελευταία περιστατικά με παρτίδες μολυσμένων
αγγουριών που διακινήθηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά. Μέχρι στιγμής μόνο
στη Γερμανία πάνω από 15 άτομα έχουν βρει το θάνατο (!) ενώ εκατοντάδες
είναι αυτοί που νοσηλεύονται σε σοβαρή κατάσταση από βακτηριακή
μόλυνση. Η Γερμανία αρχικά επέρριψε τις ευθύνες για την επιδημία σε
βιολογικά αγγουράκια που εισάγονται από την Ισπανία. Οι ισπανικές αρχές
επιμένουν ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη για κάτι τέτοιο και φαίνεται να
δικαιώνονται.

Αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εμπλεκόμενοι φορείς σε
όλη την Ευρώπη ψάχνουν όλα τα ενδεχόμενα προέλευσης του βακτηρίου
προσπαθώντας να εντοπίσουν την πηγή εισόδου του στον κύκλο παραγωγής
και διακίνησης του εν λόγω προϊόντος. Τα μόνο σίγουρο είναι πως μια νέα
έννοια, η έννοια της ιχνηλασιμότητας, θα μπει για τα καλά στη ζωή των
παραγωγών και των καταναλωτών. Συμβάντα όπως τα παραπάνω απλώς
κάνουν ακόμη πιο πιεστική την αναγκαιότητα εφαρμογής ενός
πανευρωπαϊκά αναγνωρισμένου συστήματος παρακολούθησης των
προϊόντων.

Ορισμός
Το 2002 η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δημοσίευσε τον Κανονισμό
2002/178, με τον οποίο διηύρυνε το πεδίο εφαρμογής της ιχνηλασιμότητας
σε όλους τους κλάδους των τροφίμων. Ως ημερομηνία υποχρεωτικής
εφαρμογής καθορίστηκε η 1η Ιανουαρίου 2005. Ο Κανονισμός αυτός
βασίζεται στον εξής ορισμό: «Ιχνηλασιμότητα είναι η ικανότητα να
παρακολουθεί κανείς, μέσα από όλες τις φάσεις της παραγωγής, της
μεταποίησης και της διανομής, τη διαδρομή ενός τροφίμου, μίας
ζωοτροφής, ενός ζώου, από το οποίο εξάγονται βρώσιμες ουσίες ή μία
ουσία που ενσωματώνεται ή είναι δυνατόν να ενσωματωθεί σε τρόφιμο που
προορίζεται για άνθρωπο ή ζώο».

Πρακτικά, ένα σύστημα ιχνηλασιμότητας είναι ένας μηχανισμός
καταγραφής και διατήρησης όλων των πληροφοριών που αφορούν τη
διαδρομή που ακολούθησε μία συγκεκριμένη μονάδα ή παρτίδα ενός
προϊόντος, από τον αρχικό προμηθευτή έως τον τελικό καταναλωτή. Η
δημιουργία ειδικού συστήματος κωδικοποίησης των προϊόντων που
παράγονται και διακινούνται είναι υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις
και όλα τα προϊόντα. Το χρονικό διάστημα που θα πρέπει να φυλάσσονται οι
πληροφορίες για τις παρτίδες των προϊόντων καθορίστηκε από την ΕΕ στα 5
χρόνια.

Χρησιμότητα για παραγωγό και καταναλωτή
Ο στόχος της ιχνηλασιμότητας είναι κάθε προϊόν να μπορεί να
παρακολουθείται και να ελέγχεται ανά πάσα στιγμή. Για το λόγο αυτό ο
Κανονισμός καθορίζει τις πληροφορίες που πρέπει να συλλέγονται από κάθε
παραγωγό ή επιχείρηση που μετέχουν στον κύκλο παραγωγής και διακίνησης
ενός προϊόντος. Πρόκειται για α) στοιχεία που αφορούν την παραγωγική
διαδικασία, β) στοιχεία που αφορούν τους προμηθευτές και γ) στοιχεία που
αφορούν τους πελάτες.

Σε ότι αφορά στον παραγωγό, η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της
ιχνηλασιμότητας επιτυγχάνεται με τη χρήση ευρωπαϊκών προτύπων και
κανονισμών (όπως της βιολογικής γεωργίας, των Προϊόντων
Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Προστατευόμενης Γεωγραφικής
Ένδειξης), εθνικών προτύπων (όπως της ολοκληρωμένης διαχείρισης) ή
ιδιωτικών πρότυπων (όπως το EURAGAP), ανάλογα με την αγορά για την
οποία προορίζεται το προϊόν του. Αυτό γίνεται με τη υιοθέτηση συστημάτων
πιστοποίησης, που ελέγχονται από ιδιωτικούς ή κρατικούς φορείς και
υπόκειται σε περιοδική αξιολόγηση.

Πρέπει να επισημανθεί πως η ιχνηλασιμότητα δε σχετίζεται μόνο με
την ασφάλεια των τροφίμων αλλά προασπίζει και την ποιότητα, ενώ δίνει
μεγάλη προστιθέμενη αξία στα προϊόντα. Από την άλλη μεριά, οι
καταναλωτές μπορούν να είναι περισσότερο ασφαλείς καταναλώνοντας
προϊόντα με αντίστοιχη σήμανση. Πλήρη συστήματα σήμανσης μπορούν να
περιέχουν τη θρεπτική αξία των προϊόντων και να δίνουν έτσι κίνητρο
απόκτησης και μεγαλύτερη σιγουριά στους καταναλωτές.
Εάν όλες οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην αλυσίδα παραγωγής
και διακίνησης ενός προϊόντος εφαρμόσουν ένα σύστημα ιχνηλασιμότητας,
τότε υπάρχει πλήρης ιχνηλασιμότητα σε όλη την αλυσίδα, από την
παραγωγή έως την κατανάλωση. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι, εάν
ένας κρίκος της αλυσίδας δε λειτουργήσει, τότε παύουμε να έχουμε
ιχνηλασιμότητα.

Σύνοψη
Η εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας στον κλάδο των τροφίμων είναι
πλέον υποχρεωτική. Σε τελική ανάλυση εξασφαλίζει τη διατροφική ασφάλεια
του τελικού καταναλωτή. Οι επιχειρήσεις καλούνται να εφαρμόσουν την
ιχνηλασιμότητα στη διαδικασία παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων
και η Πολιτεία καλείται να ελέγξει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τις
απαιτήσεις της νομοθεσίας.

Τόσο στη γεωργία, όσο στην κτηνοτροφία και τη δασοπονία, οι αγρότες
και οι επιχειρηματίες του Νομού μας έχουν κάθε λόγο να πρωτοστατήσουν
στην εφαρμογή συστημάτων πιστοποίησης, ανάλογα με την παραγωγή τους,
ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ιχνηλασιμότητας.
Ποντάροντας στην προστιθέμενη αξία που δίνει η εφαρμογή τους, μπορούμε
να διεκδικήσουμε δυναμικά μια καλύτερη θέση στην εγχώρια και τη διεθνή
αγορά. Ανεξάρτητα αν τα αγροτικά μας προϊόντα είναι ολοκληρωμένης
διαχείρισης (όπως το βαμβάκι), βιολογικής γεωργίας ή άλλης γεωργίας, το
κόστος που συνδέεται με την εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας
υπερκαλύπτεται από τα οφέλη που θα αποκομίσει σταδιακά η αγροτική
οικονομία της Καρδίτσας.

ΠΗΓΕΣ

Pin It on Pinterest