Ο νομός Καρδίτσας είναι μια κατά βάση αγροτική περιοχή. Διαθέτει
εκτεταμένους ορεινούς όγκους, στους οποίους πραγματοποιείται
πλήθος κτηνοτροφικών και δασοπονικών δραστηριοτήτων, και μεγάλες
εύφορες πεδινές περιοχές με σημαντικές εγγειοβελτιωτικές υποδομές.
Είναι συνεπώς λογικό ότι η εξασφάλιση ικανού εισοδήματος για το
μεγαλύτερο κομμάτι του καρδιτσιώτικου πληθυσμού και συνεπώς η
πολυπόθητη ανάπτυξη θα πρέπει να επιδιωχθεί κατά κύριο λόγο από
την βέλτιστη εκμετάλλευση της γης μας και την ανάδειξη των προϊόντων
της. Αναφέρομαι σε μια γεωργία, που ακολουθώντας τους εθνικούς και
κοινοτικούς Κανονισμούς, θα παρέχει επώνυμα, άριστης ποιότητας,
πιστοποιημένα και τυποποιημένα προϊόντα στην παγκόσμια αγορά.

Ενώ όμως το σύνολο των αρμόδιων φορέων, αλλά και οι ίδιοι οι
παραγωγοί, συμφωνούν στον τελικό στόχο, καθυστερούν να εφαρμόσουν μια
συγκροτημένη πολιτικής ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Μια πολιτική
που δε θα στηρίζεται στις επιδοτήσεις, αλλά στους κανόνες της προσφοράς
και της ζήτησης. Με άλλα λόγια στους κανόνες και τις απαιτήσεις της
αγοράς.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο βρίσκονται τα
προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ, αν και κατέχουν ακόμα μικρό μερίδιο της αγοράς. Τα
Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και
Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) διέπονται από τον
Ευρωπαϊκό Κανονισμό ΕΚ 510/2006. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, ένα προϊόν
μπορεί να χαρακτηριστεί ΠΟΠ εάν «η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του
οφείλονται ουσιαστικά ή αποκλειστικά στο ιδιαίτερο γεωγραφικό
περιβάλλον που περιλαμβάνει τους εγγενείς φυσικούς και ανθρώπινους
παράγοντες, του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία
πραγματοποιούνται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή». Ομοίως, ένα
προϊόν μπορεί να είναι ΠΓΕ όταν «η συγκεκριμένη ποιότητα, η φήμη ή άλλα
χαρακτηριστικά μπορούν να αποδοθούν στην εν λόγω γεωγραφική
καταγωγή, του οποίου η παραγωγή ή/και η μεταποίηση ή/και η επεξεργασία
πραγματοποιούνται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή».

Μέχρι σήμερα έχουν καταχωρηθεί στον ευρωπαϊκό κατάλογο ΠΟΠ και ΠΓΕ
πάνω από 1000 τέτοια προϊόντα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι
μεσογειακές χώρες, οι οποίες είναι και άμεσοι ανταγωνιστές των προϊόντων
μας, έχουν καταχωρήσει σημαντικό αριθμό προϊόντων: Ιταλία 228, Γαλλία
183, Ισπανία 146, Πορτογαλία 116. Η Ελλάδα μέχρι σήμερα έχει
καταχωρήσει 90 ονομασίες ΠΟΠ και ΠΓΕ.

Τον Μάρτιο του 2011 παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Γεωργίας και
Ανάπτυξης της Υπαίθρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μια μελέτη με θέμα
«Το μέλλον της πολιτικής ποιότητας ενόψει της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής
μετά το 2013». Τη μελέτη είχε αναθέσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στον
Ιταλό ερευνητή Ντένις Παντίνι και τα πορίσματά της έχουν μεγάλο
ενδιαφέρον.

Τα ελληνικά προϊόντα, αν και καταλαμβάνουν την πέμπτη θέση
πανευρωπαϊκά ως προς τον αριθμό που έχει καταχωρηθεί, υστερούν
σημαντικά ως προς την αξία τους (σε τιμές χονδρικής). Όπως
επισημαίνεται, η μέση αξία της παραγωγής κάθε προϊόντος ΠΟΠ-ΠΓΕ σε
ευρωπαϊκό επίπεδο είναι περίπου 19000 ευρώ. Για τη Χώρα μας η μέση αξία
βρίσκεται στα 7300 ευρώ. Σύμφωνα με την έκθεση Παντίνι, η χαμηλή αξία
της ελληνικής παραγωγής οφείλεται: α) στο χαμηλό βαθμό μεταποίησης, β)
στο μικρό μέγεθος των περιοχών παραγωγής και γ) στο μικρό μέγεθος των
αγορών που απευθύνονται τα περισσότερα ελληνικά προϊόντα ΠΟΠ-ΠΓΕ.

Συγκεκριμένα, για το Νομό Καρδίτσας, έχουν καταχωρηθεί και ισχύουν
6 τέτοια προϊόντα, όλα τους τυριά: φέτα, γαλοτύρι, γραβιέρα Αγράφων,
κασέρι μανούρι και μπάτζος. Καθώς τα προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ παρουσιάζουν
δυναμική ανάπτυξη, είναι απαραίτητη μεγαλύτερη προσπάθεια από τους
φορείς για την καταχώρηση περισσότερων προϊόντων του Νομού μας.
Η Ελλάδα μπορεί να μελετήσει και να προσαρμόσει στα μέτρα της την
πολιτική που ακολούθησαν άλλες ανταγωνίστριες ευρωπαϊκές χώρες, όπως
η Ιταλία, η οποία χρησιμοποιώντας την μακρά της τεχνογνωσία στην
πιστοποίηση αγροτικών προϊόντων και σύγχρονες τεχνικές μάρκετινγκ έχει
καταφέρει να δημιουργήσει τεράστια ζήτηση για τα προϊόντα της στις
διεθνείς αγορές. Αν θέλουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί, οφείλουμε να
εντείνουμε τις προσπάθειές μας στην κατεύθυνση της αναγνωρισιμότητας
των προϊόντων μας και της αύξησης του όγκου παραγωγής τους,
δημιουργώντας την απαραίτητη «κρίσιμη μάζα προϊόντος», ώστε να
είμαστε σε θέση να καλύψουμε τη ζήτηση που αναπόφευκτα θα
δημιουργηθεί.

Η χρήση του παραπάνω Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τη δημιουργία
επώνυμων προϊόντων δεν είναι μονόδρομος. Τοπικές ή εθνικές σημάνσεις
μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, ιδίως όταν τα προϊόντα προορίζονται
για τοπική κατανάλωση. Το παράδειγμα του τοπικού συμφώνου ποιότητας
της Λίμνης Πλαστήρα, που με επιτυχία δημιούργησε η Αναπτυξιακή
Καρδίτσας (ΑΝ.ΚΑ.) σε συνεργασία με τους παραγωγούς και τους
επιχειρηματίες της περιοχής είναι ενδεικτική. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται
και η πρόσφατη πρωτοβουλία του Επιμελητηρίου Καρδίτσας για την
καθιέρωση τοπικού συμφώνου για την προώθηση της τοπικής διατροφής και
την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του 21ου αιώνα πρωταρχικό ρόλο θα
παίξει η πρωτογενής παραγωγή. Κλειδί για την προώθηση των προϊόντων
μας και τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας είναι η τυποποίησή τους, η
χρήση πιστοποιημένων διαδικασιών παραγωγής και η ανάπτυξη των δικτύων
διακίνησής τους. Προϋπόθεση για το σχηματισμό ανταγωνιστικού
πλεονεκτήματος είναι η χρήση οικονομιών κλίμακας στην παραγωγή και τη
μεταποίηση και η δημιουργία κρίσιμης μάζας προϊόντος. Παράλληλα, είναι
απαραίτητοι νέοι ευέλικτοι αγροτικοί σχηματισμοί που θα μπορούν να
αντιδρούν ακαριαία στις απαιτήσεις των αγορών. Στο πλαίσιο της
αναθεώρησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την περίοδο μετά το
2013 παρουσιάζεται μια νέα πρόκληση για τους Έλληνες αγρότες.
Οφείλουμε να την εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο επενδύοντας σε
μια νέα αγροτική οικονομία με σημαντικές αποδόσεις και αισιόδοξη
προοπτική.

ΠΗΓΕΣ

Pin It on Pinterest