Η σχέση Κράτους-Εκκλησίας είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στο δημόσιο διάλογο. Ταυτόχρονα είναι και από τα πιο περίπλοκα. Σπανίως, όμως, γίνεται προσπάθεια να γίνει κατανοητό στους πολίτες. Όταν ανακύπτει κάποιο σχετικό θέμα, μόνιμη επωδός είναι ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να συζητηθεί.

Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε, με λίγα λόγια, να εξετάσουμε τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να δούμε από πού πηγάζει η προνομιακή σχέση Κράτους-Εκκλησίας στην Ελλάδα και να καταγράψουμε τα εκσυγχρονιστικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, στην κατεύθυνση μιας αρμονικής μα και αμοιβαίου οφέλους συνύπαρξης των δυο οντοτήτων.

Η απαρχή της σχέσης

Η συνεισφορά της Εκκλησίας στην Εθνική Παλιγγενεσία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Από εκεί πηγάζει και η ιδιαιτερότητα της σχέσης Κράτους-Εκκλησίας, από την οποία προκύπτει και το ιδιάζον ιστορικό και νομικό πλαίσιο που συναντούμε σήμερα κατά τη μελέτη της.

Το 1833, με βασιλικό διάταγμα, η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος. Λίγο αργότερα, το 1844, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού αναγνωρίστηκε συνταγματικά ως “επικρατούσα θρησκεία”. Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί ότι επικρατούσα θρησκεία δεν είναι η επίσημη ή κρατική θρησκεία, αλλά η θρησκεία της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.

Αν δούμε το Σύνταγμα της Ελλάδος, θα παρατηρήσουμε ένα ευρύ πλέγμα διατάξεων για τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Αρχικά το άρθρο 3, όπου αναγνωρίζεται η θρησκεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσα. Στη συνέχεια το άρθρο 13, περί θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά και τα άρθρα 18 (περιουσία Πατριαρχείων και Ιερών Μονών) και 105 (καθεστώς του Αγίου Όρους).

Το Σύνταγμά μας προστατεύει πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία στη Χώρα μας. Κατά καιρούς, όμως, πολλά ζητήματα έχουν έρθει στην επιφάνεια βάσει παλαιότερης νομοθεσίας, νομολογίας, αλλά και διοικητικής πρακτικής. Αυτή είναι, άλλωστε, και η ουσία του θέματος. Μια ευρύτερη διασύνδεση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, η οποία ασφαλώς πηγάζει από την  μακρά παράδοση της ορθοδοξίας στον ελλαδικό χώρο, και που καθιστά αυτή τη σχέση μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο.

Ευρωπαϊκά Παραδείγματα

Στις χώρες τις Ευρώπης βρίσκουμε μεγάλες διαφορές στις σχέσεις του Κράτους με την Εκκλησία. Η παρακάτω ταξινόμηση κατά Φουντεδάκη (Επιθεώρηση: Το Σύνταγμα, τεύχη 4-5, 2000) δείχνει ένα μεγάλο εύρος στη διασύνδεση, που εκτείνεται από το σαφή διαχωρισμό έως την οργανική σύνδεση:

–     Κράτη με επίσημη εκκλησία: Δανία, Μεγάλη Βρετανία και Ελλάδα.

–     Κράτη σε μεταβατικό στάδιο (προς την αποσύνδεση ή την επανασύνδεσή τους με την εκκλησία):  Ιρλανδία, Πολωνία.

–     Κράτη με καθεστώς σχετικού διαχωρισμού (συνεργασία πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, κυρίως σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πολιτικής και υγείας): Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Σουηδία και Φινλανδία.

–     Κράτη με καθεστώς διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας: Γαλλία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Ελβετία.

Συνεπώς, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι το σημαντικό αυτό θέμα δεν  προσεγγίζεται ενιαία στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά σύμφωνα με την ιδιαίτερη παράδοση κάθε κράτους.

Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί μια παρένθεση. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη την πνευματικότητα. Είναι λάθος να θεωρούμε πως η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η παρατηρούμενη αποδυνάμωση των χριστιανικών εκκλησιών σημαίνουν αντίστοιχα και μείωση των βαθύτερων ηθικών και υπαρξιακών αναζητήσεών του. Η προσαρμογή της Εκκλησίας στα σύγχρονα δεδομένα μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους διεξόδους προς την πνευματική τους ολοκλήρωση.

Η αμοιβαία προσέγγιση

Τα τελευταία χρόνια πόλεμοι, επαναστάσεις και πολιτική αστάθεια οδήγησαν κύματα μεταναστών προς την Ευρώπη. Μια Ευρώπη που, ενώ μαστίζεται από οικονομική ύφεση, καλείται να προσαρμοστεί σε νέα πληθυσμιακά και κοινωνικά δεδομένα. Η εγκατάσταση θρησκευτικών μειονοτήτων σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια, κυρίως μουσουλμάνων και βουδιστών, και οι διεθνείς πιέσεις για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, δημιούργησε και συνεχίζει να προκαλεί δραστικές ανακατατάξεις στις τοπικές κοινωνίες.

Η Ελλάδα δεν ήταν προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει το μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του ´90 που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, το οποίο, για τους λόγους που προαναφέραμε, δημιούργησε πρόσθετες τριβές στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά αναφέρονται εδώ τα θέματα της δημιουργίας μη χριστιανορθόδοξων λατρευτικών χώρων και της μισθοδοσίας των κληρικών.

Παρ’ όλα αυτά, σημαντική πρόοδος σημειώθηκε στην αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων που αποτελούσαν το πεδίο χρόνιας διαμάχης μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας: η αντιμετώπιση των φορολογικών θεμάτων, η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, η στράτευση των κληρικών, η αδειοδότηση των ναών, ο πολιτικός γάμος, η καύση των νεκρών κ.ά. Αναμφίβολα, πολλά  ακόμα μένει να γίνουν στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του Κράτους, αλλά και της προσαρμογής της Εκκλησίας στα νέα δεδομένα της εποχής.

Σύνοψη

Παρά την πολυεπίπεδη διασύνδεση Κράτους-Εκκλησίας, στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα θεοκρατικό καθεστώς, όπως πολλοί θέλουν να το παρουσιάζουν, αλλά ένα σύγχρονο κράτος, με τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις του, που θέλουν αντιμετώπιση. Γενναίες αποφάσεις και από τις δυο πλευρές είναι απαραίτητες για την προσαρμογή αυτής της σχέσης στα σύγχρονα δεδομένα. Ο Ελληνισμός χρειάζεται την Ορθοδοξία, όσο και η Ορθοδοξία χρειάζεται τον Ελληνισμό.

ΠΗΓΕΣ

–       Σύνταγμα της Ελλάδας, όπως ισχύει, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, 2010, http://www.hellenicparliament.gr

–       Π. Φουντεδάκη, «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο», Το Σύνταγμα, τεύχος 4-5, 2000,  http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=12

–       Ε. Βενιζέλος, «Δώδεκα σημεία για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», ομιλία, 2000, http://palio.antibaro.gr/religion/venizelos_diaxwrismos.htm

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Καρδίτσας «ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ», στις 18.3.2012.

Pin It on Pinterest