Η παγκόσμια οικονομική κρίση γίνεται καλύτερα κατανοητή έχοντας
γνώση της νομισματικής ιστορίας. Ειδικότερα, η μελέτη της δημιουργίας
του δολαρίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) και η σύγκρισή
του με την άλλη μεγάλη νομισματική ένωση, αυτή της ζώνης του ευρώ,
αποκαλύπτει πολύτιμα στοιχεία και προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα για
την εξέλιξη του Ευρωπαϊκού νομίσματος στο μέλλον.

Η γέννηση του δολαρίου
Οι ΗΠΑ άρχισαν ως 13 αυτόνομες αποικίες, η καθεμία με το δικό της
νόμισμα. Τόσο ο μαζικός πληθωρισμός όσο και οι διαφορετικοί πολιτισμοί,
ήθη και έθιμα ανάμεσα στις αποικίες οδήγησαν σε μεγάλες διαφορές στην
πραγματική αξία των επιμέρους νομισμάτων. Μετά την αμερικανική
επανάσταση και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, το 1776, αποφασίστηκε η
δημιουργία κεντρικής κυβέρνησης και σαν κεντρικό νόμισμα ορίστηκε το
λεγόμενο Ηπειρωτικό Νόμισμα. Τα επιμέρους νομίσματα ανταλλάχτηκαν με
το νέο νόμισμα στις διαφορετικές ισοτιμίες τους και τα πρώτα νομίσματα
των ΗΠΑ, ως δολάρια πλέον, κυκλοφόρησαν το 1793.
Ωστόσο, αναγνωρίστηκε πως οι επιμέρους Πολιτείες, οι παλιές
αποικίες, έπρεπε να απαλλαγούν από τα βάρη των χρεών που έφεραν. Η νέα
ομοσπονδιακή κυβέρνηση απορρόφησε τα χρέη τους επιτρέποντας στις
Πολιτείες να κάνουν μια νέα αρχή. Εγγυήθηκε, έτσι, τη συνοχή του νέου
ομόσπονδου κράτους. Παράλληλα, διατηρώντας τον έλεγχο του νέου
νομίσματος, είχε τη δυνατότητα να ελέγχει έμμεσα και το χρέος, μέσω των
μηχανισμών της υποτίμησης και της παραγωγής νέου χρήματος.

Η σύγκριση του δολαρίου με το ευρώ
Εκ πρώτης όψεως, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα σε μια μεγάλη κοινή
αγορά περίπου 500 εκατομμυρίων κατοίκων είναι αρκετά ισχυρό για να
ανταγωνιστεί το δολάριο. Ωστόσο θεωρητικοί της νομισματικής ενοποίησης
και πολιτικοί με διορατικότητα (Ρόμπερτ Μάντελ, Χέλμουτ Κολ κ.ά.) είχαν
από παλιά προειδοποιήσει πως χωρίς πολιτική ενοποίηση, άρα και κεντρικό
οικονομικό σχεδιασμό, το ευρώ θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Η
σημερινή κατάσταση δείχνει να τους δικαιώνει, τουλάχιστον προσωρινά.
Σε αντίθεση με το παράδειγμα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση,
υιοθετώντας ένα κοινό νόμισμα, δεν απορρόφησε ταυτόχρονα τα χρέη των
κρατών της Ευρωζώνης. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι ανισότητες στην παραγωγή
και την κατανάλωση, κυρίως μεταξύ βορρά και νότου της Ευρώπης,
οδήγησαν μέσα σε μόλις 10 χρόνια σε μια βαθιά κρίση χρέους στην
Ευρωζώνη, η οποία ενισχύεται και από την συνεχιζόμενη κρίση στην
παγκόσμια χρηματαγορά.

Σε μια παγκόσμια οικονομία που παράγει συνεχώς ελλείμματα δεν
είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι η συνεχιζόμενη αναβλητικότητα και
η αδυναμία λήψης σημαντικών αποφάσεων ένθεν και εκείθεν του Ατλαντικού
ενδέχεται να οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε μια νέα μεγάλη παγκόσμια ύφεση,
στα πρότυπα της ύφεσης του 1929.

Είναι τα ευρωομόλογα η λύση στα προβλήματα της Ευρωζώνης;
Σε αυτή τη φαινομενικά απλή ερώτηση δεν υπάρχουν εύκολες
απαντήσεις. Ακόμα και η επίτευξη συγκεκριμένων στόχων μπορεί να έχει
διαφορετικές προσεγγίσεις. Απλά σημειώνουμε, δίχως περαιτέρω ανάλυση,
πως έξω από την εξίσωση έχουμε αφήσει τις αναπτυσσόμενες οικονομίες
της Ασίας, Ινδία και Κίνα, οι οποίες πιθανότατα θα καθορίσουν τους νέους
κανόνες του παγκόσμιου οικονομικού παιχνιδιού για τα επόμενα χρόνια.
Ήδη πολλοί οικονομολόγοι προτείνουν ως απάντηση τη συνολική
αναδιάρθρωση του χρέους της Ευρωζώνης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τη
μορφή της ενοποίησης των χρεών των κρατών-μελών, εκδίδοντας
αντίστοιχα ομόλογα μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή άλλου
κεντρικού οργανισμού (ευρωομόλογα). Η έκδοση ευρωομολόγων θα σήμαινε
ότι όλα τα κράτη της ευρωζώνης θα μπορούν δανείζονται με ενιαίο
επιτόκιο. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου θα είχαν προφανή οφέλη από αυτή
την εξέλιξη, ωστόσο Γερμανία και Γαλλία θα χρειαζόταν να δανειστούν με
υψηλότερα επιτόκια, κάτι που μεταφράζεται σε επιβάρυνσή τους της τάξης
διψήφιου αριθμού δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο.

Η έκδοση ευρωομολόγων από μόνη της δε σημαίνει απολύτως τίποτα,
αν δε συνοδευτεί από μια επιθετική αναπτυξιακή πολιτική σε όλη την
Ευρωζώνη, καθώς και τη ριζική αναδιοργάνωση του τραπεζικού τομέα.
Πέρα από μια σταθερή ροή κρατικών και ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων,
από το βορρά προς τον ευρωπαϊκό νότο, είναι απαραίτητη η άμεση
εκπόνηση και η γοργή εφαρμογή ενός πανευρωπαϊκού αναπτυξιακού
προγράμματος με τη βοήθεια των εθνικών κυβερνήσεων, της Ευρωπαϊκής
Τράπεζας Επενδύσεων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με στόχο
τη συνολική αναδιάρθρωση των προβληματικών οικονομιών.

Συμπεράσματα
Με την είσοδό της στο Κοινό Ευρωπαϊκό Νόμισμα η Ελλάδα (και όχι
μόνο) έχασε τη δυνατότητα να ασκεί νομισματική πολιτική. Το ερώτημα αν
πράξαμε καλά ή άσχημα είναι καθαρά φιλοσοφικό. Η συζήτηση επ’ αυτού θα
έπρεπε να είχε προηγηθεί της ένταξής μας. Όμως η δημοσιονομική και η
αναπτυξιακή πολιτική παρέμεινε στην αρμοδιότητα των εθνικών
κυβερνήσεων και μέσω αυτών υπάρχει ακόμη η δυνατότητα ελέγχου του
δημόσιου χρέους.

Αν και ήδη έχουμε κάνει μεγάλες θυσίες για να βρισκόμαστε στο ευρώ,
αίφνης μας ζητούνται ακόμη περισσότερες και μάλιστα προς μια
κατεύθυνση που δείχνει να οδηγεί σε αδιέξοδο. Ο Γαλλογερμανικός άξονας,
η «ψυχή» της Ευρώπης, δείχνει να αναλώνεται σε μια ελάχιστα παραγωγική
«τακτική της ήσσονος προσπάθειας» ως προς την αντιμετώπιση της
χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρωζώνη.

Σε αυτή την παρελκυστική τακτική η Ελλάδα οφείλει να αντιπαραθέσει
τη θέληση και τη σοβαρότητα για την τιθάσευση των ελλειμμάτων και την
σταδιακή επίλυση των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας
της. Εν τούτοις, κακά τα ψέματα, γίνεται σταδιακά κατανοητό ότι δεν
κρατάμε πλέον οι ίδιοι το κλειδί για την ευημερία της Χώρας μας.

ΠΗΓΕΣ

Pin It on Pinterest