Τα τελευταία χρόνια μπήκε στην καθημερινότητά μας η συζήτηση για την ύπαρξη υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Είναι μια συζήτηση που σχετίζεται άμεσα με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, την είσοδο της Χώρας μας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη και την αναβάθμιση της γεωπολιτικής της θέσης. Με το άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά και τις τεχνικές παραμέτρους της συζήτησης περί παρουσίας υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, της έρευνας για πιθανά κοιτάσματα και τους τρόπους αξιοποίησής τους.

Υπάρχει πετρέλαιο στην Ελλάδα και πόσο;

Το 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ιδρύει τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), η οποία πραγματοποιεί δεκάδες γεωτρήσεις σε διάφορες περιοχές της Χώρας. Σε αυτές περιλαμβάνονται και τα κοιτάσματα του Πρίνου στη θαλάσσια περιοχή της Καβάλας, τα οποία έχουν ήδη 30ετή ιστορία εκμετάλλευσης. Το 1985 η μέγιστη ημερήσια παραγωγή ανήλθε στα 30.000 βαρέλια (ένα βαρέλι είναι περίπου 159 λίτρα) και κάλυπτε το 10% των αναγκών της χώρας. Σήμερα, καθώς το κοίτασμα αυτό έχει αρχίσει να εξαντλείται, η παραγωγή είναι περίπου 4.000-5.000 βαρέλια ημερησίως, τα οποία μετά βίας καλύπτουν το 1% των αναγκών μας.

Έρευνες για την εύρεση επιπλέον κοιτασμάτων έχουν γίνει πολλές τα τελευταία 30 χρόνια. Τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας εμφανίζει η θαλάσσια περιοχή πλησίον της Θάσου προς την Τουρκία και η Δυτική Ελλάδα. Η έρευνα για υδρογονάνθρακες γίνεται κυρίως μέσω σεισμικών μελετών, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Οι έρευνες στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν έφεραν αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Έτσι, η ερευνητική δραστηριότητα εστιάζεται πλέον στις θαλάσσιες περιοχές.

Εξειδικευμένα πλοία ρυμουλκούν καλώδια, στα οποία στερεώνονται κανονάκια πεπιεσμένου αέρα, που είναι στραμμένα προς το βυθό. Αυτά πυροδοτούνται σταδιακά και ευαίσθητα υδρόφωνα καταγράφουν τις ανακλάσεις των ηχητικών κυμάτων στα διάφορα στρώματα του βυθού. Ειδικευμένοι γεωλόγοι με τη βοήθεια ισχυρών υπολογιστικών συστημάτων έχουν τη δυνατότητα τα υπολογίσουν τις πιθανότητες ύπαρξης κοιτασμάτων και την κατανομή τους στην περιοχή. Από την εμπειρία και τις τεχνικές δυνατότητες αυτών των συνεργείων εξαρτάται και η αξιοπιστία των στοιχείων.

Αξιοποίηση των κοιτασμάτων

Το επόμενο βήμα είναι ο διεθνής διαγωνισμός για την αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων που έχουν καταγραφεί. Οι εταιρίες που θα επιλεγούν βάσει διαγωνισμού για την εκμετάλλευση είναι απαραίτητο να κάνουν πρώτα μια ή περισσότερες δοκιμαστικές γεωτρήσεις. Ειδικές πλατφόρμες για θαλάσσιες γεωτρήσεις είναι απαραίτητες. Η δυσκολία στην εκτέλεση αυτών των γεωτρήσεων ποικίλει ανάλογα με το βάθος της θάλασσας στην περιοχή, τα θαλάσσια ρεύματα κ.ά.

Για να πάρουμε μια ιδέα για το κόστος αυτών των γεωτρήσεων, η εκμίσθωση μιας τέτοιας πλατφόρμας κοστίζει έως και 1 εκατομμύριο δολάρια την ημέρα (τα πάντα στη βιομηχανία πετρελαίου μετριούνται σε δολάρια), ενώ ανάλογα με το βάθος, στο οποίο βρίσκεται το πιθανό κοίτασμα, μπορούν να χρειαστούν 3-4 εβδομάδες για την προσέγγισή του. Αυτό σημαίνει ότι μια δοκιμή μπορεί να κοστίσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια και στατιστικά 1 στις 7 γεωτρήσεις είναι επιτυχείς. Συνεπώς η διαδικασία εμπεριέχει σημαντικό οικονομικό ρίσκο. Οι πετρελαϊκές επιχειρήσεις θα το αναλάβουν μόνον εάν εμπιστεύονται τα στοιχεία των ερευνών.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες που μειώνουν το χρόνο (άρα και το κόστος) εύρεσης και αξιοποίησης των κοιτασμάτων, όπως ευαίσθητα συστήματα απεικόνισης, κατευθυνόμενα τρυπάνια που μπορούν να σκάβουν όχι μόνο κατακόρυφα, αλλά και υπό κλίση κ.λπ. Ακόμη, όμως, κι αν βρεθεί πετρέλαιο και φυσικό αέριο, δε σημαίνει πως αυτόματα είναι και αξιοποιήσιμα. Μια σειρά από ιδιαίτερα θέματα πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Α. Ποιότητα και ποσότητα

Είναι εύλογο πως η ποσότητα των υδρογονανθράκων στο κοίτασμα είναι αποφασιστικής σημασίας για την εκμετάλλευσή τους. Χρειάζεται, βέβαια, να υπάρχει ικανή ποσότητα, ώστε το σχετικό όφελος να υπερκεράσει τα κόστη έρευνας, εξόρυξης, μεταφοράς και διύλισης. Το ίδιο ισχύει και για την ποιότητα των υδρογονανθράκων. Χαμηλής ποιότητας υδρογονάνθρακες, όπως πολύ βαριά ή πολύ ελαφρά κλάσματα, υψηλή περιεκτικότητα σε βαριά μέταλλα (θείο), αυξάνουν κατά πολύ το κόστος της επεξεργασίας (διύλιση) ή μεταφοράς (ειδικά πλοία, αγωγοί) καθιστώντας αντιοικονομική την εκμετάλλευση αντίστοιχων κοιτασμάτων.

Β. Ο παράγοντας «τιμή»

Η διεθνής τιμή του πετρελαίου είναι σημαντική για τη λήψη της απόφασης εκμετάλλευσης ενός κοιτάσματος. Με δεδομένα τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά ενός κοιτάσματος το όφελος από την εκμετάλλευσή του εξαρτάται τελικά από την τιμή πώλησής του. Όταν το πετρέλαιο κόστιζε κάτω από 30 δολάρια το βαρέλι, τη δεκαετία του ´90, η εκμετάλλευση δύσκολα προσβάσιμων (λ.χ. υποθαλάσσιων) κοιτασμάτων δεν ήταν οικονομική. Με το πετρέλαιο να κινείται γύρω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, η αξία των κοιτασμάτων πολλαπλασιάστηκε, κάνοντας πλέον συμφέρουσα την εκμετάλλευσή τους.

Γ. Περιβαλλοντικό κόστος

Ένα σημείο που είναι ανάγκη να εξεταστεί διεξοδικά είναι η περιβαλλοντική διάσταση της εξόρυξης υδρογονανθράκων. Στην απόφαση εκμετάλλευσής τους πρέπει να συνυπολογιστεί το πιθανό περιβαλλοντικό κόστος και οι επιδράσεις στη ζωή των κατοίκων. Ούτε η όψη των πλατφορμών άντλησης ούτε η πιθανή θαλάσσια ρύπανση προάγουν την ποιότητα ζωής και τον τουρισμό. Επιπλέον, αν το ζήτημα δεν μελετηθεί διεξοδικά, υπάρχει κίνδυνος οι ενδεχόμενες απώλειες από τον τουρισμό να είναι σημαντικότερες από τα οφέλη της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων.

Συμπεράσματα

Όπως είδαμε, η αποτελεσματική εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος εξαρτάται από πολλαπλούς εγγενείς (ποσότητα, ποιότητα) και εξωτερικούς (τιμή) παράγοντες. Όλοι μας ελπίζουμε τα αποτελέσματα των ερευνών να είναι θετικά, ωστόσο επιβάλλεται να προσεγγίσουμε το θέμα ορθολογικά, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι συνήθως απαιτούνται αρκετά χρόνια από την ανακάλυψη ενός κοιτάσματος έως την οικονομική του αξιοποίηση.

ΠΗΓΕΣ

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Καρδίτσας «ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ», στις 22.4.2012.

Pin It on Pinterest